-
1 непогода
-
2 плохой
плохой άσχημος· κακός (скверный)· \плохойое настроение η κακή διάθεση,.η κακοκεφιά· \плохойая погода η κακοκαιρία* * *άσχημος; κακός ( скверный)плохо́е настрое́ние — η κακή διάθεση, η κακοκεφιά
плоха́я пого́да — η κακοκαιρία
-
3 погода
погода ж о καιρός· хорошая \погода η καλοκαιρία, ο καλός καιρός· плохая \погода η κακοκαιρία, ο κακός (или άθλιος) καιρός· (сегодня) холодная \погода (σήμερα) κάνει κρύο· сегодня лётная (нелётная) \погода σήμερα ο καιρός είναι (δεν είναι) κατάλληλος για πτήση· прогноз \погодаы η πρόγνωση του καιρού* * *жο καιρόςхоро́шая пого́да — η καλοκαιρία, ο καλός καιρός
плоха́я пого́да — η κακοκαιρία, ο κακός ( или άθλιος) καιρός
(сего́дня) холо́дная пого́да — (σήμερα) κάνει κρύο
сего́дня лётная (нелётная) пого́да — σήμερα ο καιρός είναι (δεν είναι) κατάλληλος για πτήση
прогно́з пого́ды — η πρόγνωση του καιρού
-
4 ненастный
ненаст||ныйприл ἄσχημος / βροχερός (дождливый):\ненастный день ἄσχημη μέρα· \ненастныйная погода ἡ κακοκαιρία \ненастныйье с ἡ κακοκαιρία -
5 непогода
непого́даж ἡ κακοκαιρία, ὁ κακός καιρός. -
6 погода
погод||аж ὁ καιρός:хорошая \погода ἡ καλοκαιρία, ἡ αίθρια· плохая \погода ἡ κακοκαιρία· сухая \погода ἡ στέγνα, ὁ στεγνός καιρός· сводка -ы-ό μετεωρολογικό δελτίο· перемена \погодаы ἡ ἀλλαγή τοϋ καιρού-какая сегодня \погода? τί καιρό κανει σήμε. Ρα;· ◊ жди у моря \погодаы ζήσε μαῦρε μου νά φᾶς τριφύλλι καί τόν Αύγουστο σταφύλι. -
7 ненастье
[νινάστ'ιε] ουσ. θ. κακοκαιρία -
8 непогода
[νυταγκόντα] ουσ. θ. κακοκαιρία -
9 ненастье
[νινάστ'ιε] ουσ θ κακοκαιρία -
10 непогода
[νυταγκόντα] ουσ θ κακοκαιρία -
11 бездорожье
-я ουδ.έλλειψη οδών, οδικού δικτύου. || κακοδρομία (από κακοκαιρία). -
12 ненастный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноβροχερός• συννεφιασμένος, βουρκωμένος•-ая погода βροχερός καιρός, κακοκαιρία•
ненастный день βροχερή μέρα.
-
13 непогода
-ы θ.κακοκαιρία, παλιόκαιρος ή άθλιος (ελεεινός) καιρός.
См. также в других словарях:
κακοκαιρία — και κακοκαιριά, η κακός καιρός, άσχημες καιρικές συνθήκες, κακή καιρική κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + καιρός (πρβλ. καλοκαιρία)] … Dictionary of Greek
κακοκαιρία — η κακή καιρική κατάσταση, άθλιος καιρός: Φέτος το χειμώνα είχαμε μεγάλες κακοκαιρίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
χειμάζομαι — ΝΑ, και ενεργ. τ. χειμάζω και χιμάζω Α [χεῑμα] παθ. 1. υφίσταμαι τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες τού χειμώνα 2. μτφ. δοκιμάζομαι, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι αρχ. 1. ενεργ. α) εκθέτω κάτι στο ψύχος τού χειμώνα β) (κυρίως για θεό) εγείρω θύελλα,… … Dictionary of Greek
φουρτούνα — φουρτούνα, η και φορτούνα, η (λ. λατ.) 1. τρικυμία, θαλασσοταραχή, κακοκαιρία, μανιασμένη θάλασσα: Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται (παροιμ.). 2. κακοκαιρία, θύελλα, ανεμοζάλη. 3. μτφ., μεγάλη περιπέτεια, δυστυχία, συμφορά: Μας βρήκαν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek
αγριότητα — η (AM ἀγριότης) [ἄγριος] 1. (για πρόσωπα, ζώα ή φυτά) η κατάσταση τού άγριου σε αντίθεση με την κατάσταση τού εξημερωμένου 2. (για πρόσωπα) ψυχική σκληρότητα, σκαιότητα, τραχύτητα, αυστηρότητα || μσν. νεοελλ. (για φυσικά φαινόμενα) κακοκαιρία… … Dictionary of Greek
αγόρα — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek
ανεμοζάλη — η (Μ ἀνεμοζάλη) 1. κακοκαιρία, θύελλα, καταιγίδα 2. σύγχυση, αναστάτωση, αναταραχή μσν. τόπος καταραμένος, τόπος καταστροφής … Dictionary of Greek
απαγκιερός — ή, ό απάνεμος, προστατευμένος απ την κακοκαιρία … Dictionary of Greek